- ψάλτου
- ψάλτηςharpermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βήχας — Αντανακλαστικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, με τη γλωττίδα αρχικά κλεισμένη, για να ανοίξει στη συνέχεια απότομα. Αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό του β.… … Dictionary of Greek
ψάλτης — ο, θηλ. ψάλτρια, ΝΜΑ, τ. θηλ. και ψάλτρα Ν [ψάλλω] εκκλησιαστικό υπούργημα τού κατώτερου κλήρου τή Ορθόδοξης Εκκλησίας, απονεμόμενο σε ειδικά καταρτισμένους για την εκτέλεση τών εκκλησιαστικών ύμνων πιστούς, ιεροψάλτης νεοελλ. 1. ποιητής που… … Dictionary of Greek